περιπτυχής

περιπτυχής
-ές, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που είναι τοποθετημένος γύρω από κάτι και τό σκεπάζει εντελώς («ἀλλά νιν περιπτυχεῑ φάρει καλύψω τῷδε παμπήδην», Σοφ.)
2. αυτός που έχει πέσει ολόκληρος γύρω ή πάνω σε κάτι («νεοσφαγὴς κεῑται, κρυφαίῳ φασγάνῳ περιπτυχής», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -πτυχής (< πτυχή), πρβλ. κατα-πτυχής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιπτυχής — folded round masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπτυχεῖ — περιπτυχής folded round masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) περιπτυχής folded round masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”